σιελόρροια

σιελόρροια
η, Ν
ιατρ. βλ. σιαλόρροια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”